- ήρεμος
- -η, -ο (AM ἤρεμος, -ον)ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμονη στιλπνότητα.επίρρ...ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί)ήσυχα, όχι βίαια, σιγά σιγάαρχ.1. λίγο, ελαφρώς («ἠρέμα ριγοῡν», Πλάτ.)2. (θέατρ.) (για τον σκηνικό ψίθυρο που είναι προορισμένος να ακουστεί από το κοινό) ψιθυριστά3. βαθμιαία, προοδευτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ηρεμώ*].
Dictionary of Greek. 2013.